- αλαφράδα
- η [αλαφρός]1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφράδα — η 1. ελαφρότητα, ανακούφιση. Ένιωθε τώρα κάτι σαν αλαφράδα. 2. έλλειψη σοβαρότητας: Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άρχισε τα αστεία και τις αλαφράδες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαφράδα — η βλ. αλαφράδα … Dictionary of Greek
λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] … Dictionary of Greek
ελαφρότητα — η 1. η αλαφράδα (βλ. λ.). 2. μτφ., επιπολαιότητα, έλλειψη σοβαρότητας. 3. (για γυναίκες), επιλήψιμη διαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)